- λαλουμένη
- ηη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο λαός, η δημοτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαλουμένη — η [λαλώ] η γλώσσα τής καθημερινής ζωής, η γλώσσα τού λαού, η γλώσσα που μιλιέται, η δημοτική, σε αντιδιαστολή προς την καθαρεύουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλουμένη (ενν. γλώσσα), ουσιαστικοποιημένη μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. τού ρ. λαλώ] … Dictionary of Greek
λαλουμένη — λαλέω talk pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλουμένῃ — λαλέω talk pres part mp fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλούμενα — τα (Μ λαλούμενα) [λαλώ] μουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή ορχήστρα μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλούμενα (ενν. όργανα), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. τού ρ. λαλώ (πρβλ. και λαλουμένη)] … Dictionary of Greek
ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… … Dictionary of Greek
λαλάω — / λαλώ, λάλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: λαλώ – λαλάω : η κλίση σε άω τείνει να επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (χωρίς το δεύτερο τύπο λαλά του β ενικού και με το επίθημα αγ μόνο στον πληθυντικό του παρατατικού: λαλάγαμε κτλ.). Από την παθητική… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαλώ — λαλώ, λάλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. λαλάω Σημειώσεις: λαλώ – λαλάω : η κλίση σε άω τείνει να επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (χωρίς το δεύτερο τύπο λαλά του β ενικού και με το επίθημα αγ μόνο στον πληθυντικό του παρατατικού: λαλάγαμε κτλ.). Από … Τα ρήματα της νέας ελληνικής